- καταβαυκαλίζω
- καταβαυκᾰλ-ίζω,A = καταβαυκαλάω, Com.Adesp.1030.II ([etym.] βαύκαλις) gulp down, Sopat.25.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
καταβαυκαλίζω — (Α καταβαυκαλίζω και καταβαυκαλῶ, άω) 1. νανουρίζω, αποκοιμίζω κάποιον με τραγούδι ή με ήχο μουσικού οργάνου νεοελλ. μτφ. εξαπατώ κάποιον με δολερά μέσα, τόν αποκοιμίζω αρχ. καταπίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + βαυκαλίζω «νανουρίζω»] … Dictionary of Greek
καταβαυκαλίσαι — καταβαυκαλίζω gulp down aor inf act καταβαυκαλίσαῑ , καταβαυκαλίζω gulp down aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευνώ — εὐνῶ, άω (Α) [εὐνή] (ποιητ. ρ., διάφ. τ. τού ευνάζω) 1. τοποθετώ κάποιον σε κάποιο μέρος για ενέδρα 2. αποκοιμίζω, καταβαυκαλίζω («εὐνήσασα φρουρόν ὄφιν», Απολλ. Ρόδ.) 3. μτφ. καταπραΰνω («τῆς δ εὔνησε γόον», Ομ. Οδ.) 4. μέσ. εὐνῶμαι α) ξαπλώνω,… … Dictionary of Greek
καταβαυκαλισμός — ο [καταβαυκαλίζω] 1. το αποκοίμισμα τών παιδιών με νανουρίσματα 2. το τραγούδι, το νανούρισμα με το οποίο αποκοίμιζαν τα βρέφη 3. εξαπάτηση … Dictionary of Greek
καταβαυκαλώ — (Α καταβαυκαλῶ, άω) καταβαυκαλίζω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + βαυκαλῶ «νανουρίζω»] … Dictionary of Greek